προσθείς

προσθείς
προστίθημι
put to
aor part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη …   Dictionary of Greek

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”